Monday, February 13, 2012

Μαντάρισμα


Κάθισα λίγο στο τραπεζάκι
να ράψω
ή μάλλον να μπαλώσω
Δεν ξέρω να ράβω
εννοώ δεν μπορώ να αρχίσω κάτι
από το μηδέν
να δώσω μορφή στο
αγέννητο και πριν άμορφο
Όμως να επιδιορθώσω κάτι
να το επισκευάσω
ε, εκεί είμαι άφθαστος
Όχι βέβαια ότι το φτιάχνω
καλύτερο από πριν
αλλά τέλος πάντων
το ξαναπαρουσιάζω
ευπρόσωπον
Κάθισα λοιπόν κοντά στο παράθυρο
για να μπαίνει άπλετο το φως
του απογεύματος
Πάντα βοηθάει το φως σε
τέτοιες περιπτώσεις
Διάλεξα από το παλιό πολύχρωμο
σιδερένιο κουτί που ακόμη μυρίζει
τα σοκολατάκια των ευτυχισμένων ημερών
βελόνα
πέρασα την κλωστή
με κάποια δυσκολία είν’ αλήθεια
βρήκα και τη δαχτυλήθρα μου
κι άρχισα το μαντάρισμα,
το μπάλωμα
Πρώτα έραψα
τις μνήμες της παιδικής μου ηλικίας
Λίγες
δε με πήρε πολύ χρόνο
Πρόσεξα όμως να κλείσω καλά τις τρύπες
να μην ξεφύγει τίποτα από κει
όχι ότι θα μου χρειαστούν
ποιος χρειάζεται την σήμερον ημέρα
παλιά ξεχαρβαλωμένα ξύλινα λογάκια
ή εκείνα τα χάρτινα πετράδια
Τα κίτρινα
με την εικόνα της παναγίας στο εξώφυλλο
και τον φοίνικα στο οπισθόφυλλο
όπου μέσα τους κράτησα όλες
τις απίστευτες εκθέσεις
αυτές που λάτρευε η δασκάλα μου
και της άρεσε να με ακούει
να τις διαβάζω
αργά και καθαρά
σαν ευαγγέλιο
όλα δεμένα με σπάγκο
μαζί με τον ποτισμένο
 χωματόδρομο
και χαρτάκια
ένα σωρό χαρτάκια
γεμάτα λέξεις
και νανουρίσματα
και ταξίματα κι αρρώστιες
Κανείς
Μετά πήρα τις κάλτσες της νεότητας
Εκεί να δεις τρύπες
που άφηναν να ξεπροβάλλουν δάχτυλα
και φτέρνες
Κουμπότρυπες στραπατσαρισμένες
σπασμένα κουμπιά
αυτά έπρεπε κυρίως να φτιάξω
Για να μη μπαίνει το κρύο και παγώνω
στο χειμώνα που έρχεται
Κι αγάπες που δραπέτευσαν
μέσα από μανίκια χαλαρά
μέσα από τσέπες
αναποδογυρισμένες τα μέσα έξω
υποσχέσεις αιώνιες
που μπήκαν στο πλύσιμο
και δε μου κάναν πια
φιλιά που μου ανέβηκαν μέχρι τη μέση
της κνήμης και πώς να τα μακρύνω
Ραντεβού μέσα στη βροχή
που ξέβαψαν την μπλούζα
Μα άνθρωπέ μου μαντάρισμα είπαμε
να το ξαναβάψουμε αδύνατον
Πάει, χάλασαν τα χρώματα
Είναι και τόσος καιρός, ντε!
Τόσες φορές τόσες φορές
που το φόρεσες
τα ’βγαλε πια τα λεφτά του

Με πήρε η νύχτα
Το φως λιγόστεψε
Το παράθυρο μπάζει σκοτάδι
Ξαναβάζω τα μικρά μου εργαλεία
στη θέση τους
ακόμα μυρίζει αυτό σοκολάτα
Το κλείνω κι αναστενάζοντας
γυρίζω το πρόσωπο
προς τα έξω
Προς το σκοτάδι…

1 comment:

scalidi said...

Α, μωρέ, με συγκίνησες. Η αορτή την έχει κάνει τη δουλειά της, σε λίγο θα γίνει εορτή, άμα δεν είναι ήδη.