Monday, October 08, 2007

Αλέξανδρε

Τόσα σπίτια
κατάφυτη η Σκίαθος από οικοδομές
οικίες μέσα στο πράσινο
χωρίς ντροπή
να το διακόπτουν
μέσα στο μαύρο των καμένων
μόλις διασωσμένες
από ήρωες πυροσβέστες
εμπρηστές
τόσοι οικισμοί
ρουμς του λετ

αεροπλάνα φέρνουν τουρίστες
να φαν σουβλάκι και γύρο
καταμαράν και δελφίνια εκ Πειραιώς
ανοίγουν δρόμους στη θάλασσα
χαρακιές που δεν κλείνουν
ολόκληρο νησί
παλεύει τους τουρίστες
κι ακόμη να το νικήσουν
να υποταχτεί
να πάει στο διάολο
όπως τόσα και τόσα

ίσως να φταίει γι’ αυτό
ο άγιος και προστάτης του
ο «να ’χαν ποτέ τελειωμό»
ίσως αυτός
να ευθύνεται που το νησί
ακόμη ταξιδεύει στο γαλάζιο
που ακόμη δεν ξόκειλε
στις ρήχες
και μπορείς ν’ αγναντεύεις
ακόμη από το Ρολόι
την ξεχασμένη καθαρεύουσα και
τους εμπόρους των εθνών
στο καθημερινό αλισβερίσι τους

έψαξα με νύχια και με δόντια να τον βρω
σ’ όλα τα σπίτια
στα παλάτια μέσα στα πεύκα
στα νεόδμητα τσιφτετέλια
και στους ρυθμούς
των βόρειων ξανθών γλωσσών
που πλαταγίζουν ηδονικά
πάνω στις παγωμένες μπίρες
στη γωνιά που πέθανε δεν ήταν
για μια στιγμή πίστεψα πως το φλας
θα έπιανε το σχήμα του
όμως όχι
δεν ήταν εκεί
ανήμπορος ο ψηφιακός πολιτισμός
να τον απαθανατίσει
κενό το κρεβατάκι
κι ο καναπές δίπλα στο τζάκι
άδειος ο σοφράς.

Τόσα σπίτια πια στην Σκίαθο
σε ποιο απ’ όλα κατοικείς;

Saturday, August 25, 2007

Η Καπνοδόχος

Στην κηδεία μου ήρθαν
παλιοί φίλοι πολλοί
και δάσκαλοι ανεκτίμητοι
ο πάμπλο, ο ουίτμαν, ο άλλος
πάμπλο ο νοτιοαμερικάνος,
κι ο φεδερίκο
κοντά κι ο δικός μας
-κωνσταντινοπολίτης αυτός-
νικόλαος εγγονόπουλος
κουβαλώντας μουσαμάδες
και πινέλα.
Μετά την τελετή
πήγαμε σπίτι
και η νύχτα μάς βρήκε
γύρω στο τζάκι
να λέμε
ιστορίες και παραμύθια.
Πρώτος –τιμής ένεκεν-
μας μίλησε για
τον κήπο του
γεμάτο από φύλλα
χλόης
ο αμερικάνος με τη
σεβάσμια γενειάδα.
Όλη την ώρα που μιλούσε
μας απαθανάτιζαν
ο ένας πάμπλο απ’ τη μια
και ο νικόλαος
από την άλλη.
Κάποια στιγμή
άνοιξε σιγά-σιγά η πόρτα
και μπήκε
ο Θάνατος
ίδιος χάρος
με τα μαύρα του
το δρεπάνι
κι ένα σακί στον ώμο.
Κάθισε σε μιαν άκρη
κι άκουγε τα δικά μας.
Δεν το ξέρω
δεν μπορώ με βεβαιότητα
ναν το υποστηρίξω
όρκο να πάρω
δεν μπορώ
γιατί τα μάτια μου
τα ’χα γι’ αλλού
αλλά όταν μας διηγιόταν
ο πάμπλο
για τις άνδεις
την πατρίδα του
λέω ότι είδα
-δεν μπορώ όμως όρκο να πάρω-
είδα λέω
το Θάνατο με την ανάστροφη
του χεριού του
ένα δάκρυ να σκουπίζει
χαλκοπράσινο
απ’ τ’ άσπρο μάτι του.
Κι αργότερα
όταν ο φεδερίκο μάς έλεγε
για ένα γάμο
στην Ανδαλουσία
που ντύθηκε στο αίμα
είδα εγώ το Θάνατο
πατώντας
στις μύτες των ποδιών του
ν’ ανοίγει την πόρτα
και να χάνεται
στο σκοτάδι.
Μετά τον φεδερίκο
κανείς δεν μπόραγε
να πάρει τις λέξεις του.
Οι πίνακες
είχαν τελειώσει
κι έτσι τους σπρώξαμε
στο τζάκι
να πνιγούν.

Πήγαινε
να ξημερώσει
όταν φύγαμε όλοι
από την καπνοδόχο.

Monday, May 28, 2007

Δύο συν ένα

.
Απόψε
στις πέντε ακριβώς
το απόγευμα
- αν έχουν κάποια σημασία
οι ώρες και τα χρονόμετρα-
το ένα μου πουλί
αυτό που φύλαγα
σαν τα μάτια μου
έφυγε
πέταξε μακριά.
Μια μικρή καρδερίνα ήταν
που είδε ανοιχτή
την πόρτα του κλουβιού της
- πάντοτε ανοιχτή την άφηνα -
και δοκίμασε
για μια στιγμή
τα φτερά της
είδε πως ήτανε γερά
κι έφυγε
στο γαλάζιο.
Δεν ξέρω πού είναι πια
πού πετάει
δεν μπορώ
- αν και θα το ’θελα πολύ -
να μάθω
πώς αλλάζει
το μόχθο σε τροφή
καθημερινή
δεν ξέρω ακόμη
αν τα μάτια της
έχουν μέσα τους
κάποια δική μου εικόνα
τότε που την πλησίαζα
με το νερό
στο τσίγκινο το τάσι
και της χάιδευα
απαλά το ράμφος
κι εκείνη
άρχιζε το τραγούδι.
Τίποτα δεν ξέρω πια
γι’ αυτήν.
Και μένουν μόνο
όσα μαζί
είχαμε ζήσει
κάτι εκδρομές
με το κλουβί της
στα πόδια μου σφιχτά
προστατευμένο
που την πρόσεχα
μην τύχει και μου ζαλιστεί
απ’ τις απότομες στροφές
του δρόμου
ή κάτι μέρες
που ήμουν λυπημένος
όπως όλοι μας
όταν φτάνουνε ώρες
λυπημένες
κι εκείνη τότε
καταλαβαίνοντας
απόλυτα
την κατάστασή μου
τραγουδούσε.
Δεν είναι και λίγο
την σήμερον ημέρα
να έχεις ακόμη στ’ αυτιά σου
ένα γλυκό κελάδημα
πού και πού
να σε κάνει πάλι φρέσκο!

Έχω όμως άλλα δυο μικρά
πουλιά
δυο όμορφα καναρινάκια
σ’ ένα κλουβί αυτά
μαζί
κι έχω πάντα
την πόρτα τους
κι αυτών
ορθάνοιχτη.

Κι όλο φοβάμαι
τώρα που πλησιάζει
η ώρα τους
μήπως αυτά
δε
φύγουν.

Monday, March 19, 2007

Ποίημα για τα πορτοκάλια

Διάβασα ποιήματα
χιλιάδες ποιήματα
αυτές τις μέρες
ψάχνοντας να βρω
τα πορτοκάλια
και τις πορτοκαλιές.
Βρήκα
πρατήρια βενζίνης
στρόβιλους
ρουκέτες
ναρκωτικές ουσίες
βρήκα
ονόματα πόλεων άγνωστων
προάστια της Ελσινόρης
ιατρικούς όρους
και αρρώστιες
που ρίχνουν τους ανθρώπους
στην άλλη πλευρά της ζωής
στο θάνατο
βρήκα μάρκες αυτοκινήτων
ποδοσφαιριστές παλιούς
δρόμους ξεχασμένους
που μου έφεραν στη μνήμη
συναντήσεις
ραντεβού κι ανεκπλήρωτα
όνειρα
καφενεία
όπου είχα πιει τους πρώτους
έφηβους καφέδες
και ύποπτα μπιλιαρδάδικα
όπου γιόρτασα
τις πρώτες μου κοπάνες
γέφυρες σε χώρες μακρινές
που τις είχα ακούσει
ή τις είχα θαυμάσει σε
φωτογραφίες πανοραμικές
σύρματα ηλεκτροφόρα
με λογιών λογιών πουλιά
αγκιστρωμένα πάνω τους
να παρακολουθούν περίεργα
τις μικρές μας υποθέσεις
τις ανθρώπινες
βρήκα καλύβες
στημένες σε πασάλους
μέσα σε νερά
και άλλες καλύβες
από άχυρο
σπίτια μικρά
αγνώστων
που κουβαλούν στις πλάτες τους
γνώριμες δυσκολίες
μια εγκυκλοπαίδεια ολόκληρη
ήταν τα ποιήματα
που διάβασα
που μου έμαθαν ξανά τη ζωή
αυτή που είχα ξεχάσει
αυτή που νόμισα
ότι την είχε ζήσει κάποιος άλλος
λίγο μεγαλύτερος από μένα
δυο-τρεις δεκαετίες ίσως
με εμπειρίες πολύχρωμες
από κάθε μέρα του
από κάθε στιγμή του
από κάθε γωνιά των πόλεων
απ’ όπου πέρασα κι εγώ.
Όμως ήμουν εγώ αυτός
δυο-τρεις δεκαετίες μόλις
μικρότερος
που τα ’χα ζήσει όλα αυτά
και τα έβλεπα ξανά
μπροστά στα μάτια μου
να περνούν φωτισμένα
μέσα σε ποιήματα
άλλων ποιητών.
Βρήκα τα πάντα
εκτός από
τα πορτοκάλια
και τις πορτοκαλιές
που έψαχνα.

Thursday, February 22, 2007

Εποχές

Πάλι παλεύεις
με την άνοιξη
λες κι είσαι
ο χειμώνας.
Άστη να πάει στην ευχή
άστη να μας νικήσει
άστη να βγει
μονάχη της
στους δρόμους
και να πανηγυρίσει
με οσμές
να στολιστεί
με χρώματα
άστη να δούμε
αν μόνη της μπορεί

δεν ωφελεί
εσύ να αντιστέκεσαι
και να σκιαμαχείς
για έναν στίχο
για την απίθανη εκδοχή
ότι μπορεί και να νικήσεις
άσε που
στίχος
και άνοιξη μαζί
μπορούν να γίνουν
πρώτης γραμμής
σειρήνες
και τότε
άντε να ψάχνεις
σε ποια κεραία να δεθείς
να μη σε πάρει
ο χρόνος.
Άστη λοιπόν να δούμε
το μπορεί;

κάνε της χώρο
δώσε της γήπεδο
μην τόσο στενά
μαρκάρεις
να δούμε
αν το μπορεί
να μας φυτέψει
έρωτα
έτσι όπως το ’κανε παλιά
τότε που ήταν νέα.

Sunday, February 04, 2007

Διαβατήριο

.
Έξι η ώρα
χειμώνας
είναι βράδυ
και πια μπορώ
μες στα σκοτάδια
να κρυφτώ και
στις σκιές
που φτιάχνουνε
τα δέντρα
που φτιάχνουν
οι ευκάλυπτοι
κι οι φοινικιές
του δρόμου.
.
Μπορώ πια να κρυφτώ
κι άνετα να περάσω
χωρίς κανένας
να με δει
χωρίς κανείς
να μ’ αντικρίσει
σχεδόν χωρίς
ν’ αφήσω ίχνος.
Αν μάλιστα
φορώ και μαύρα
μαύρο σακάκι
παντελόνι και
πουκάμισο
παπούτσια
και εσώρουχα
δε θα με δει
ούτε κι αυτή
η ίδια η νύχτα.
.
Μόνο στα χέρια
θα κρατώ
ένα μικρούλη στίχο
υπόλειμμα ποιήματος
ξέφτι παλιάς αγάπης.
Αυτό θα δείξω
εγώ στην είσοδο
και θα περάσω
από το μέγα μαύρο
στο φως
που μ’ οδηγεί
ίσια
στην
αγκαλιά
σου.

Monday, January 29, 2007

Είν’ οι γυναίκες μας…

.
.............................................................Εμπ. zum Gedaechtnis
.
Ειν’ οι γυναίκες μας
υπερωκεάνια
κι εμείς, οι άνδρες τους,
οι καπετάνιοι.
Και μη νομίσει κάποιος
πως με αυτή τη σκέψη
μ’ αυτή την παρομοίωση
υβρίζω τις γυναίκες
και τις υποβιβάζω
πως είμαι ρατσιστής
ή έχω μικροσυμφέροντα
και τέτοια.
Όχι! Κάθε άλλο!
.
Είν’ οι γυναίκες μας
έτσι μεγάλες
και τη νύχτα
ωραία φωτισμένες
όταν πλέχουν
στ’ ανοιχτά των θαλασσών
μ’ όλα τους τα στολίδια
μ’ όλες τις χάντρες
αναμμένα φινιστρίνια
μαργαριτάρια
γύρω απ’ τους κάτασπρους
λαιμούς.
Και αν πλάι σε στεριά περάσουν
και τρεις φορές σφυρίξουν
κι αν δε σφυρίξουνε καθόλου
μονάχα από τον παφλασμό
όλοι θα βγούνε στα μπαλκόνια τους
για ναν τις χαιρετίσουν
για να τις μακαρίσουν
και για να τις θαυμάσουν.
Είν’ οι γυναίκες μας φαρδιές
και μέσα τους χωρούν
τόσους και τόσα
κι ανθρώπους όλων των φυλών
και φορτηγά και Ι.Χ.
και τρίκυκλα
και δίκυκλα
παλέτες γεμάτες πορτοκάλια
κι αισθήματα κι απόγνωση
πολλή
κι όλα τα είδη εμπορευμάτων
κι όλα –όσο πολλά κι αν είναι-
όλα χωράνε μέσα τους
και μένει ακόμα χώρος
και γι’ άλλα τόσα ακόμη.
.
Κι όταν πια φτάνουν στο λιμάνι
κι ανοίγει τεράστια η μπουκαπόρτα
κι από μέσα ξεχύνεται η ζωή
με φασαρίες, με χαρές και
δάκρυα συγκίνησης
από αυτούς
που ήταν παλιά χαμένοι
κι απ’ άλλους που πρώτη φορά
βλέπουν τέτοιο λιμάνι
κι απ’ άλλους
που κάποιονα περίμεναν
μ’ αυτός δεν ήρθε
τότε που όλα γίνονται
εκεί στην αποβάθρα
την ώρα που τα παλαμάρια
έχουνε πια δέσει
κι η άγκυρα έχει γαντζωθεί
και πια κανείς δεν μας κουνά,
ε!… τότε
φαίνεται μια μακρινή κουκίδα
εκεί ψηλά στη γέφυρα.
Είναι ο καπετάνιος
είμαστ’ εμείς
οι άνδρες τους
χαρούμενοι που φέραμε
το πλοίο στο λιμάνι.
Εμείς που καμαρώνουμε
για το άξιο ταξίδι
που μέσ’ απ’ τους δρόμους
τους υγρούς
το πλήθος
οδηγήσαμε
στον τόπο του
και τα εμπορεύματα
στον προορισμό τους.
Είμαστ’ εμείς
με τα αστραφτερά κουμπιά μας
με το λευκό πηλίκιο
ατσαλάκωτοι
κι ωραίοι
πολύ ωραίοι
κάτω απ’ τον ήλιο του απογέματος.
Κι ας μη γνωρίζουμε
-ή ας ξεχνούμε,
οι αγνώμονες-
πόσοι και πόσοι δούλεψαν
στ’ αμπάρια της γυναίκας
κι άλλοι πιο κάτω ακόμα
στα ύφαλα
στις μηχανές, στα λάδια
απ’ τη μουντζούρα μαύροι
και άλλοι μαύροι γεννητάτοι
και οι πιλότοι
και οι λοστρόμοι
και τα ναυτάκια
που ίδρωσαν
μέχρι να δέσουνε το σώμα
να τ’ ασφαλίσουν και
να ασφαλιστούν.
Χαμογελαστοί
κι ανεπιγνώμονες
τώρα που το ταξίδι τέλειωσε
για το τι θα μπορούσε
να είχε γίνει
για το τι μπορεί να γίνει
στο επόμενο
όταν η θάλασσα
μας πάρει απ’ τα χέρια ξαφνικά
το έρμο το τιμόνι
κι αρχίζει να μας πηαίνει
όπου το θέλει αυτή.
Τότε που αν εμείς
δεμένοι στο κατάρτι
να μη μας πάρ’ το κύμα
δεν ξερνοβολάμε,
θα ικετεύουμε
τους άγιους της θάλασσας
για να μας σπλαχνιστούν
για να μας οδηγήσουν
μέσα από τα θαλάσσια βουνά
σ’ ένα λιμάνι
οποιοδήποτε
την ώρα που
η γυναίκα μας
απλώς θα μας πααίνει
εκεί που την προστάζει
απλά
η φύση.

Monday, January 15, 2007

Χιόνι

Πέφτει απ’ το πρωί
στη γειτονιά μου
το σπίτι που μεγάλωσα
το έχει σχεδόν θάψει
δε βρίσκω πια τις μέρες
που έζησα εκεί
δε βρίσκω
την πράσινη
εξώπορτα
να μπω
να δω το παλιό τραπέζι
με τα συρτάρια
γεμάτα ανακατεμένα
κουτάλια μαχαίρια
πιρούνια
πετσέτες
τα θρύψαλα
από το τζάμι
που είχα σπάσει
πάνω στο θυμό
των πέντε χρόνων μου
τα γραμματόσημα
σκορπισμένα στο μωσαϊκό
εκείνο το σκαμνάκι
το δικό μου
που το έκλεψε
ο παπλωματάς
δε βρίσκω τίποτα
τις μέρες
κυρίως αυτές
δεν τις βρίσκω
καλύτερα να φύγω
ναν το αφήσω
στην ησυχία του
τώρα που έμαθε
την εγκατάλειψη
δεν το λυπάμαι
βρήκε
τη γαλήνη του
από το να γινόταν
πολυκατοικία
να έσφυζεν από ζωή
με το τηγανητό
να μυρίζει
το μεσημέρι
στις σκάλες
και στους διαδρόμους
καλύτερα
χωμένο
στο σκοτάδι
του λευκού
να δίνει μιαν υπόσχεση
πως ακόμη
δεν έχει τελειώσει
μπορεί μιαν άλλη εποχή
ν’ αναδυθεί
μαζί με τον παππού
και νά ’ρθει να με βρει
όταν θα είμαι εγώ τότε
στο απόλυτο σκοτάδι
του άπειρου λευκού
να με ξυπνήσει
ας μείνει έτσι ατέλειωτο
ασυμπλήρωτο
βυθισμένο
όπως άλλωστε
μένει κι αυτό
το ποίημα
που ό,τι κι αν κάνω
όσο κι αν προσπαθώ
δε λέει
να τελειώσει

Wednesday, January 10, 2007

Τα ποιήματα

Σήμερα
λένε
δε διαβάζονται
κι είναι η αλήθεια
γιατί
σχεδόν κανείς
δε δίνει σημασία
σ’ ένα ομορφογραμμένο
ποίημα
σ’ έναν καλοβαλμένο στίχο.
σε μια καλλιγραφία
του νοός.
Άλλωστε
για ναν το διαβάσει
θα πρέπει κάπως
να σταματήσει
σ’ ένα σταυροδρόμι
όπου θα μαίνονται
δεξιά κι αριστερά
και μπρος και πίσω
άνεμοι-αυτοκίνητα
και μηχανάκια-θύελλες
κλάξον και βρισιές
στρόβιλοι και μπόρες
σε γλώσσα ελληνική
πλην λίγο ανάρμοστη
για ένα ποίημα.
Θα πρέπει λίγο
να ηρεμήσει
πίσω από κάναν βράχο
μπροστά στην απλωμένη
θάλασσα
να ρίξει τις πασιέντζες του
ή δίπλα στο τζάκι
μ’ ένα διπλό τζακ ντάνιελς
μ’ άπειρα μέρη πάγου
μέσα του
για να μπορεί
ν’ ακινητοποιεί στιγμές
κι αισθήματα
που τρέχουν ξεχασμένα
κάπως να σωθούν
σε μια μανούλα λήθη
ή στο μπαλκόνι
που βγάζει ακριβώς
στον κήπο επάνω
ή –το καλύτερο-
σε χιονισμένες πάνω πλαγιές
με τις ναπάλμ να πέφτουνε βροχή
καπνιά και θειάφι
και σκοτωμένες σφαίρες
να σφυρίζουν
τ’ αερόπλανα
κι αυτός
μ’ ένα μικρό χαρτί
τσαλακωμένο
στη χούφτα του
πίσω από θάμνα
μεγαλοφώνως να διαβάζει
στίχους και ποιήματα
ας λέγαμε του Ζακυνθίου Κάλβου.
Έτσι φαίνεται
ότι μπορεί κανείς
ναν τα διαβάσει
και να ευχαριστηθεί
ένα ποίημα
μέσα στον κίνδυνο
όταν αυτό και μόνο αυτό
φαίνεται
να ’ναι το έρμα της ζωής
μόνη σανίδα σωτηρίας
που να πιαστείς
και να γλιτώσεις
από μια μάταιη ζωή.

Τώρα
όσο για το πού
και πότε
γράφεται
ένα ποίημα
ε, αυτό ας μην το συζητάμε
μια και ο τόπος
με το χρόνο
μπερδεύονται
συχνά
κι όχι μόνο στα ποιήματα
αλλά και μέσα στη ζωή
κι όταν ρωτάμε για το πού
μας απαντούν χρονολογίες
ή όταν ψάχνουμε το πότε
μας δείχνουν την ανατολή.

Το πώς όμως
αξίζει να το δούμε
πώς γράφεται ένα ποίημα.
Με τον τρόμο
μιας παλιάς
γρατσουνισμένης πένας
με τη συνείδηση του μελανιού
ή με τα γνωστά
στυλό της διαρκείας;
Με τα μολύβια τα πολύχρωμα
της χορτασμένης σκέψης
ή με την αγωνία
των παλιών μαύρων
μολυβιών
Faber Νο 2;
Με το αίμα
του τριαντάφυλλου
ή με το κόκκινο
του αγκαθιού του;
Πώς τέλος πάντων
γράφεται
αυτό
το διαβολεμένο
ποίημα;

Wednesday, January 03, 2007

Επιστολές

Γράφαμε όλοι
από μικροί
πάνω σε αποκόμματα
και σε πετσέτες χάρτινες
γράφαμε
για την αγάπη μας
χιλιάδες λόγια
όμορφα
χιλιάδες λέξεις
κι όνειρα
γεμίζαμε τετράδια
και κόλλες
και χαρτιά
και τα ταχυδρομούσαμε
σ’ άλλες αγάπες
άρρωστες
σ’ άλλες ναυαγισμένες.

Πολλά απ’ αυτά επέστρεψαν
μετά από χρόνια
στον πρώτο αποστολέα
κιτρινισμένα
γεμάτα βάσανα
και πίκρες
κουρασμένα
χωρίς να φτάσουν πουθενά
χωρίς να πούνε κάτι.

Άλλα μπερδεύτηκαν
και πήγαν
σε άλλους παραλήπτες
άγνωστους
γέμισαν τη ζωή τους
ψέματα
κι αγάπες άνυδρες.
Πολλά απ’ αυτά
γεννήσαν κι απογόνους
που γίνανε τώρα έφηβοι
κι απεγνωσμένα ψάχνουν
να βρουν
σε χαραμάδες συρταριών
τα πρώτα λόγια σπέρματα
τις πρώτες λέξεις πάθος.

Όσοι -πληρώνοντας
το κάτι παραπάνω-
τα στείλαν συστημένα
κέρδισαν
μια ηρεμία προκάτ
και ζουν οργανωμένοι
σε κάποιο διαμέρισμα
εργατικών πολυκατοικιών
εργάτες τώρα της σειράς
και των απωθημένων.

Υπάρχουνε και άλλοι
που τις επιστολές τους
τις πήρε ο αγέρας
και δεν τις έφτασε ποτέ
στον προορισμό τους
που δεν επέστρεψαν ποτέ
έστω με ‘άγνωστος παραλήπτης’
στα πρώτα χέρια.
Υπάρχουνε λοιπόν και άλλοι
που ζουν ακόμη
μέχρι σήμερα
με αμυδρές ελπίδες
κι όνειρα
πως βρίσκονται στο δρόμο
για κει που ξεκινήσαν
και κάποτε θα φτάσουν
μ’ όνειρα κι ελπίδες
υπάρχουν μερικοί
μονάχα λίγο πιο σκυφτοί
και πιο ξεθωριασμένοι.

Γράφαμε όλοι μια εποχή
γράφαμε σ’ όλα τα χαρτιά
χιλιάδες λόγια όνειρα
χιλιάδες πεινασμένα
γι’ αυτό ποτέ δε μάθαμε
πώς γράφεται ένα ποίημα.