Wednesday, February 17, 2010

Σπατάλες

Πάντοτε έγραφε
ποιήματα μικρά
τρεις έως πέντε στίχους,
ποιήματα μεστά
με νόημα και ουσία.
Πώς, όμως, το 'γραψε
τέτοιο μεγάλο
των χιλίων τόσων στίχων;
Όταν διάφοροι ρωτούν
αυτός κρυφογελάει.
"Πώς το 'γραψα, πώς το 'γραψα!"
Τι το 'γραψε!
μέσα σε μια βραδιά
μάζεψε και συγκόλλησε
όλα τα σκόρπια κέρματα
της σπάταλης
ζωής του.

Καπνιζόντων

Μετά το πρώτο
κι άλλο τσιγάρο
άναψα.
Κι εσύ δίπλα
μου λες
"Το κάπνισμα βλάπτει την υγεία".
Καλά λοιπόν! Το σβήνω.
Αν, όμως, δέκα χρόνια
μετά την ώρα μου πεθάνω,
να το ξέρεις:
Εσύ θα φταις!

Monday, February 15, 2010

Έξι σχόλια

Αφού δοκιμάσαμε όλους τους τρόπους να πεθάνουμε, πρέπει πια να το πάρουμε απόφαση: είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε.

* * *

Ο πίνακας έδειχνε σπίτια παλιά, το 'να πάνω στο άλλο, με φορτωμένες κληματαριές κι αυλές με παρτέρια. Το παράθυρο δίπλα του έβγαζε στο δρόμο. Έβρεχε ασταμάτητα. Στην άσφαλτο κανείς.
Είναι κι αυτό ένας σχολιασμός.

* * *

Μια λάμπα πετρελαίου καρφωμένη στον τοίχο ως ντεκορασιόν. Ένας χαυλιόδοντας κοντά ένα μέτρο πεσμένος στα πόδια της.
Πώς πέθαναν;

* * *

Σαλεύουν οι φωτογραφίες, κινούνται προς το παρελθόν.
Κι εμείς νομίζουμε πως σταματούν μ' ένα τσακ το χρόνο.

* * *

Άπειρες οι μετάνοιες μέχρι που να έρθει η μία: του ληστή.
- Στ' αριστερά ή στα δεξιά του ήταν;
- Τι σημασία έχουν τώρα οι γεωμετρίες;

* * *

Το “πάντα” αλήθεια δε λέει ποτέ.
Και το “ποτέ” δεν είν' αλήθεια πάντα.

Αλέξανδρε (ΙΙ)

Δε λέω, ετοιμόρροπος ο αιώνας
γέμισε παγόβουνα που επιπλέουν
στη σιωπή μέσα των νερών.
Και για να πεις ένα τραγούδι
δε φτάνει φωνή να έχεις καθαρή
μα θέλει και την καρδιά
στην έσχατη στροφή
επικινδύνως να γέρνει κεντρόφυγα.
Άσε που οπωσδήποτε χρειάζεται
και υπογεγραμμένη η καταδίκη
για αντίσταση κατά της άνω αρχής. 

Όμως ας μου επιτραπεί
την άδεια τη δική σας εγώ ζητώ
για να τον δω λιγάκι
εκ του σύνεγγυς
εγώ που μια τον ουρανό
και μια τη γη κοιτάζω
με μάτια κόκκινα απ' το φως
κι άσπρα από το αίμα
μαύρα απ' το μελάνι του
μαύρα για να τον δω
Αυτόν
εγώ
στη στάση εκείνη τη γνωστή
τη φωτογραφημένη
κι επανατυπωμένη μυριάκις
με το κεφάλι του γερτό
της κεντρομόλου δυνάμεως τέκνο
να πίνει τον καφέ του
στου Μπαρμπαγιάννη
σε τραπεζάκι μάρμαρο
με το κομπολογοκάκι του στο χέρι
την ώρα που πελάτες
μπαίνουν στον καφενέ
στα νύχια τους, όπως στην εκκλησία
μη και τον ενοχλήσουν.

Λέω να μου επιτραπεί
στον αταίριαστον εμένα
λίγο να τον παρατηρήσω
εκ του σύνεγγυς επαναλαμβάνω
χωρίς να φοβηθώ
μην τύχει και με κατσαδιάσει
για την αδιακρισία
και την αγένειά μου
ή -ακόμη το χειρότερο-
μη φοβηθεί και κουμπωθεί
και σηκωθεί και φύγει
και λιώσει σαν το φάντασμα
που πήδηξε εδώ από τον κόσμο πέρα
και θέλει να επιστρέψει
στους ίσκιους τους γνωστούς του.

Τον ακού τώρα πιο καθαρά
να μουρμουρίζει έναν ψαλμό
κάθε που πίνει μια γουλιά καφέ στενή
σαν το μικρό κελί του.
Και τονε βλέπω
χωρίς κινήσεις περιττές
με τ' άγια δάχτυλά του
δυο τρία ψίχουλα καπνού
ναν τα μαζεύει
που ξέφυγαν απ' την καπνοσακούλα
κι επιμελώς τα φυλακίζει πάλι
μη και λερώσει τη λευκότητα του κόσμου
αλλά και μη του λείψουνε το βράδυ
όταν θα σβήσει το γυαλί
και τότε θέλει λίγο τον καπνό
για να τον ταξιδέψει
σε μια Λιαλιώ
ή και σε μια Μοσχούλα
-μα τι κάθομαι και λέω τώρα
γέρος άνθρωπος.

Κοιτάζει ένα σκυλί
δίπλα του που ησυχάζει
μακριά απ' τις ανάγκες των ανθρώπων
ώρα πολλή απορροφάται
κάποια εικόνα από παλιά
ή απ' το μέλλον να φέρνει
μαζί του το αδέσποτο
μια Ουρανία ίσως και μια Σοφία
μια Κυρατσούλα άτυχες
λες κι ήτανε ποτέ
κανένας τυχερός
κι ένα νησί μισό γαλάζιο
μισό πράσινο
γεμάτο ιστορίες.
Και πάλι κάποιες ευχές
ξεφεύγουν απ' τα χείλη του
τα κίτρινα
κι αφήνει το καφεδάκι να κρυώνει.
Το ξέρει δα πολύ καλά:
δεν έχουν τελειωμό.

Saturday, February 13, 2010

Ο χρόνος

Δεν μπορεί
ο χρόνος
πρέπει να είναι
εφοπλιστής.
Άλλα καράβια του
βυθίζονται
άλλα συνεχίζουν
απτόητα
ταξίδια.
Όμως
αυτός εκεί:
στο γραφείο του
με το πούρο
στο στόμα
υπογράφει χαρτιά
κλείνει
ναύλους.

Σφυρίγματα

Ξέρω
τα ποιήματά μου μοιάζουν
με τα σφυρίγματα των τρένων
τις νύχτες.
Σφυρίζουν
στα όνειρα των ανθρώπων.
Πού τους ταξιδεύουν;
Κι εσύ έρχεσαι από μακριά
πίσω πολύ
από τότε που
όλα τα κορίτσια τα φώναζαν Μαρία
και τρέχανε στο χωματόδρομο
με μια αλογοουρά
ν' ανεμίζει στο χρόνο.
Τώρα
όταν κοιμάσαι
ακούς
τα σφυρίγματα του τρένου μου
πετάγεσαι από τον ύπνο
αλυχτισμένη
και για μια στιγμή μόνο
περνάει μπροστά σου
η εικόνα μου που φεύγω
μες στη νύχτα.
"Το 'χασα", λες
χωρίς να συνειδητοποιείς
ότι το τρένο μου
δεν έχει άλλη διαδρομή
και άλλη κατάληξη
παρά μόνο
στις δικές σου πατρίδες.

Friday, February 12, 2010

Τα δέντρα

Τα μαύρα δέντρα
είναι το αγαπημένο
παιχνίδι
της φωτιάς.
Ένα τέτοιο δέντρο
κατάμαυρο
συνάντησα
στην παιδική μου αυλή.
- Παίζουμε; με ρωτάει
- Τι να παίξουμε;
- Παίζουμε τα δέντρα; μου ξαναλέει.
Από τότε
έγινα κι εγώ
ένας μεγάλος πεύκος
και πάνω μου ξεκουράζονται
πουλιά και σύννεφα
τριζόνια
και φωτιές.

Βροχή

Τη θέλω τη βροχή
την πεθυμώ.
Βροχή πάνω στις σκάλες
στην άσφαλτο των ανθρώπων
στα φύλλα
χαμένη βροχή
στη θάλασσα.
Κι όμως
όταν έρχεται η βροχή
κι είμαι συνήθως μόνος
απεγνωσμένα
επιθυμώ
τους ανθρώπους.
Ανθρώπους
πάνω σε σκάλες
ανθρώπους
στην άσφαλτο
ανθρώπους
στα φύλλα
ανθρώπους
στη θάλασσα.