Monday, May 28, 2007

Δύο συν ένα

.
Απόψε
στις πέντε ακριβώς
το απόγευμα
- αν έχουν κάποια σημασία
οι ώρες και τα χρονόμετρα-
το ένα μου πουλί
αυτό που φύλαγα
σαν τα μάτια μου
έφυγε
πέταξε μακριά.
Μια μικρή καρδερίνα ήταν
που είδε ανοιχτή
την πόρτα του κλουβιού της
- πάντοτε ανοιχτή την άφηνα -
και δοκίμασε
για μια στιγμή
τα φτερά της
είδε πως ήτανε γερά
κι έφυγε
στο γαλάζιο.
Δεν ξέρω πού είναι πια
πού πετάει
δεν μπορώ
- αν και θα το ’θελα πολύ -
να μάθω
πώς αλλάζει
το μόχθο σε τροφή
καθημερινή
δεν ξέρω ακόμη
αν τα μάτια της
έχουν μέσα τους
κάποια δική μου εικόνα
τότε που την πλησίαζα
με το νερό
στο τσίγκινο το τάσι
και της χάιδευα
απαλά το ράμφος
κι εκείνη
άρχιζε το τραγούδι.
Τίποτα δεν ξέρω πια
γι’ αυτήν.
Και μένουν μόνο
όσα μαζί
είχαμε ζήσει
κάτι εκδρομές
με το κλουβί της
στα πόδια μου σφιχτά
προστατευμένο
που την πρόσεχα
μην τύχει και μου ζαλιστεί
απ’ τις απότομες στροφές
του δρόμου
ή κάτι μέρες
που ήμουν λυπημένος
όπως όλοι μας
όταν φτάνουνε ώρες
λυπημένες
κι εκείνη τότε
καταλαβαίνοντας
απόλυτα
την κατάστασή μου
τραγουδούσε.
Δεν είναι και λίγο
την σήμερον ημέρα
να έχεις ακόμη στ’ αυτιά σου
ένα γλυκό κελάδημα
πού και πού
να σε κάνει πάλι φρέσκο!

Έχω όμως άλλα δυο μικρά
πουλιά
δυο όμορφα καναρινάκια
σ’ ένα κλουβί αυτά
μαζί
κι έχω πάντα
την πόρτα τους
κι αυτών
ορθάνοιχτη.

Κι όλο φοβάμαι
τώρα που πλησιάζει
η ώρα τους
μήπως αυτά
δε
φύγουν.