Wednesday, December 20, 2006

Στο τελωνείο

Πήγα να περάσω τα σύνορα
στα χέρια μου
με δυο πορτοκάλια
Με σταμάτησαν
με κοιτούσαν καχύποπτα
με έψαξαν
ερεύνησαν τα υπάρχοντά μου όλα
μια ψωροβαλίτσα
με παλιόρουχα
μια νάυλον τσάντα
με σκουπίδια
αναποδογύρισαν τις τσέπες μου
κι έπεσαν κάτω
μερικά κέρματα
αρχαία
ξεπερασμένα
από τους καιρούς
και δυο χαρτάκια
με σημειώσεις
για ένα ραντεβού
κι ένα όνομα
που το περίμενα
μια ζωή
αλλά δεν ήρθε.
Το βρήκαν ύποπτο
το όνομα
αυτό το ραντεβού,
ερεύνησαν
διεσταύρωσαν στοιχεία
στους υπολογιστές
είδαν όμως πως έμεινε
όνειρο
το όνομα
ανεκπλήρωτο
το ραντεβού
και με κοίταξαν
με κάποια συμπόνια
μου φάνηκε.

Για το τέλος
άφησαν τα πορτοκάλια
τα πήραν με προσοχή
τα κοίταξαν κι αυτά
απ’ όλες τις μεριές
ερεύνησαν
το παρελθόν τους
διαβάζοντας
τη φλούδα τους
άνοιξαν το ένα
διάβασαν
την κάθε του ίνα
προσπάθησαν να φτάσουν
και πίσω από το χρώμα
στο κουκούτσι
στο ζουμί
της υπόθεσης
να μάθουν
πώς δραπέτευσαν
πώς σώθηκαν
με τόση αστυνόμευση
πώς έφτασαν
έστω και μέχρι εκεί.
Φαίνεται βρήκαν κάτι
άγνωστο σε μένα
πλην όμως
ενοχοποιητικό
αρκούντως

Με κοίταξαν με σημασία
πού τα βρήκες
γιατί τα κουβαλάς
δεν ξέρεις ότι απαγορεύεται
η εξαγωγή
η παραγωγή χυμού
δεν ξέρεις ότι απαγορεύεται
η διακίνηση
καρπών
ζωής

Μ’ έστειλαν
πίσω
σ’ εκείνη την παγωμένη
νύχτα
όταν ο κάμπος όλος
είχε καλυφθεί
από μιαν υπέροχη
κάτασπρη πάχνη
μ’ έστειλαν πίσω
σ’ εκείνη τη νύχτα
που ο θάνατος
αγνοώντας το έμψυχο υλικό
που μπορούσε εύκολα
να είχε στα χέρια του
κυνήγαε τα δέντρα
λες και δεν έπρεπε κι αυτός
να κάνει ένα διάλειμμα
και όπως όλοι
-τέλος πάντων-
οι θανάτοι
να περάσει κι αυτός
μιαν ήσυχη
χειμωνιάτικη νύχτα
πλάι στη φωτιά
στο τζάκι του
διαβάζοντας
όπως όλοι οι θανάτοι
παραμύθια γι’ ανθρώπους
που μελέταγαν τα δέντρα
παραμύθια για θανάτους
που ’θελαν
να γίνουν
άγγελοι.

Tuesday, December 12, 2006

Σχεδία

Οι ήχοι
αυτοί οι υπέροχοι
το συνεχές τικ τακ
των στιλό που γράφουν
πάνω στην κόλλα
ένα μολύβι που πέφτει
δυο ψίθυροι
μιας καρέκλας τρίξιμο
ένα βήξιμο
ή ένας βαθύς αναστεναγμός
το φύσημα μιας μύτης.
Όμορφοι ήχοι
αγαπημένοι ήχοι
μιας τάξης σχολικής
όταν τα παιδιά της
γράφουν διαγώνισμα
όταν τα παιδιά της
χαράζουν στον ουρανό
τα σύννεφα του μέλλοντος
του μέλλοντός τους
του μέλλοντός μου
όταν τα παιδιά της
ορμούν με το σπαθί
ακάθεκτα
να κόψουν
τον αντίπαλο στα δυο
όταν τα παιδιά της
απορημένα σκέφτονται
πώς ξέρουν τόσα πράγματα
πώς γράφουν τόσα πράγματα
που τίποτα δε χρησιμεύουνε
ποτέ
όταν τα παιδιά της
νιώθουν ανυπόφορα και καταπιεσμένα
και γράφουν γράφουν γράφουν
πράγματ’ ανυπόφορα
και καταπιεσμένα.
Ένα στομάχι γουργουρίζει
σαν πονεμένη ώρα.
Ήχοι απίθανοι κι αξέχαστοι
ήχοι γεμάτοι μυρωδιές
ήχοι και των ματιών ακόμα
για όσους δε βλέπουν
που πίσω από τις κόλλες
που πίσω από τα γράμματα
που πέρα από το άγχος
και τη δοκιμασία
μένει ένα παιδάκι
που κλαίει
στην ποδιά της μάνας του
που ρουφάει τη μύτη δυνατά
και μπαίνει στο καράβι
αφήνοντας ξοπίσω του
δασκάλους και διαβάσματα
κι ανοίγεται στο πέλαγος
εκεί να βρει τον πρόγονο
να ’ρχεται με σχεδία
από την άλλη όχθη
με γένια
αλάτι κι άνεμο
καραβοτσακισμένο
για να του πει από μακριά
χωνί τα χέρια κάνοντας
πως είναι ναυαγός.