Friday, March 05, 2010

Λογοδοσμένος

Μ' αρέσουν τα δαχτυλίδια
πάντα μου άρεζαν
ίσως
από τότε
που μικροί
δέναμε
πευκοβελόνες
γύρω στα δάχτυλά μας
και καμαρώναμε
εμείς
όλοι εμείς
οι ανήλικοι
αρραβωνιαστικοί
των δέντρων.

Λέξεις V ή Ο μουγκός ποιητής

Χωρίς να μιλώ
γράφω λέξεις
μόνο λέξεις
στο χαρτί
τώρα πια
αφού κι όταν εφώναζα
κανείς
δεν έστηνε αυτί.
Μένει μόνο
τώρα
κάποιος
να τις διαβάσει
μπας
κι ακούσει.

Λέξεις IV

Παίζω πάλι στο καζίνο
εθισμός
στα τυχερά παιχνίδια,
στη ρουλέτα,
αποφάνθηκε
η ψυχίατρος
συνείδησή μου
Κι εγώ απτόητος
συνεχίζω.
Μόνο που πια
δεν ποντάρω μάρκες.
Στο μαύρο
ρίχνω
λέξεις
κι όλο βγαίνει
κόκκινο.

Λέξεις ΙΙΙ

Όλοι καλοί
οι συνάδελφοι:
άλλος κουράστηκε
ν' ακούει
άλλος με τα κουπόνια
του θανάτου του
εγγράφει συνδρομητές
άλλος βαρέθηκε
να βλέπει.
Εγώ μόνος
με την τσάπα μου
συνεχίζω
να σκάβω οράματα
μπας κι εύρω
ξεχασμένη
μιαν αθανασία.
Και κατουρώ
ευτυχισμένος
πλούσια
πάνω σε λέξεις
όποτε
δεν τη βρίσκω.

Λέξεις ΙΙ

Πώς γεμίζω τις σελίδες
με δυο τρεις λέξεις
χάους
κι άπειρους τόνους
σιωπής;
Σαν ένας τυφλός
τη νύχτα
που νιώθει
το σκοτάδι του
ακόμα πιο
βαθύ.

Λέξεις Ι

Η διεύθυνσή μου
άλλαξε
δε μένω πια
εκεί
Μητρώνυμο πατρώνυμο
αλλιώτικα
δεν είμαι πια εγώ.
Και πίσω
από τις λέξεις
ποτέ πια
δε θα με βρείτε
πίσω από τις άδειες
τις γαμημένες
λέξεις.
Μου φαίνεται φιλόξενο
το θαρραλέο τίποτα
και βλέπω
πιο ξεκάθαρα
εδώ
τυφλός
την ορατότητα.

Thursday, March 04, 2010

Η Καθαρίστρια

Γράφω σήμερα
δεκάδες μικρούς στίχους
σκόρπιους
και τους πετώ
εδώ κι εκεί.
Αύριο θα περάσει
η καθαρίστρια
να τις σκουπίσει
να ευπρεπίσει λίγο
το χώρο
την ανοικοκύρευτη
σκέψη μου
να συγυρίσει λίγο
τη γλώσσα μου
το χωριό μου
να τις μαζέψει
με το φαράσι
και να τις ρίξει
στα σκουπίδια
τις ρημαγμένες λέξεις.
Αυτή η ρουμάνα
καθαρίστρια
με τα δυο της παιδιά
στο δημοτικό
να κλαίνε και
να προσπαθούν
να μάθουν
την άγνωστη γλώσσα.
Αυτή η ρουμάνα,
η κριτικός
της λογοτεχνίας
μου.

Wednesday, February 17, 2010

Σπατάλες

Πάντοτε έγραφε
ποιήματα μικρά
τρεις έως πέντε στίχους,
ποιήματα μεστά
με νόημα και ουσία.
Πώς, όμως, το 'γραψε
τέτοιο μεγάλο
των χιλίων τόσων στίχων;
Όταν διάφοροι ρωτούν
αυτός κρυφογελάει.
"Πώς το 'γραψα, πώς το 'γραψα!"
Τι το 'γραψε!
μέσα σε μια βραδιά
μάζεψε και συγκόλλησε
όλα τα σκόρπια κέρματα
της σπάταλης
ζωής του.

Καπνιζόντων

Μετά το πρώτο
κι άλλο τσιγάρο
άναψα.
Κι εσύ δίπλα
μου λες
"Το κάπνισμα βλάπτει την υγεία".
Καλά λοιπόν! Το σβήνω.
Αν, όμως, δέκα χρόνια
μετά την ώρα μου πεθάνω,
να το ξέρεις:
Εσύ θα φταις!

Monday, February 15, 2010

Έξι σχόλια

Αφού δοκιμάσαμε όλους τους τρόπους να πεθάνουμε, πρέπει πια να το πάρουμε απόφαση: είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε.

* * *

Ο πίνακας έδειχνε σπίτια παλιά, το 'να πάνω στο άλλο, με φορτωμένες κληματαριές κι αυλές με παρτέρια. Το παράθυρο δίπλα του έβγαζε στο δρόμο. Έβρεχε ασταμάτητα. Στην άσφαλτο κανείς.
Είναι κι αυτό ένας σχολιασμός.

* * *

Μια λάμπα πετρελαίου καρφωμένη στον τοίχο ως ντεκορασιόν. Ένας χαυλιόδοντας κοντά ένα μέτρο πεσμένος στα πόδια της.
Πώς πέθαναν;

* * *

Σαλεύουν οι φωτογραφίες, κινούνται προς το παρελθόν.
Κι εμείς νομίζουμε πως σταματούν μ' ένα τσακ το χρόνο.

* * *

Άπειρες οι μετάνοιες μέχρι που να έρθει η μία: του ληστή.
- Στ' αριστερά ή στα δεξιά του ήταν;
- Τι σημασία έχουν τώρα οι γεωμετρίες;

* * *

Το “πάντα” αλήθεια δε λέει ποτέ.
Και το “ποτέ” δεν είν' αλήθεια πάντα.

Αλέξανδρε (ΙΙ)

Δε λέω, ετοιμόρροπος ο αιώνας
γέμισε παγόβουνα που επιπλέουν
στη σιωπή μέσα των νερών.
Και για να πεις ένα τραγούδι
δε φτάνει φωνή να έχεις καθαρή
μα θέλει και την καρδιά
στην έσχατη στροφή
επικινδύνως να γέρνει κεντρόφυγα.
Άσε που οπωσδήποτε χρειάζεται
και υπογεγραμμένη η καταδίκη
για αντίσταση κατά της άνω αρχής. 

Όμως ας μου επιτραπεί
την άδεια τη δική σας εγώ ζητώ
για να τον δω λιγάκι
εκ του σύνεγγυς
εγώ που μια τον ουρανό
και μια τη γη κοιτάζω
με μάτια κόκκινα απ' το φως
κι άσπρα από το αίμα
μαύρα απ' το μελάνι του
μαύρα για να τον δω
Αυτόν
εγώ
στη στάση εκείνη τη γνωστή
τη φωτογραφημένη
κι επανατυπωμένη μυριάκις
με το κεφάλι του γερτό
της κεντρομόλου δυνάμεως τέκνο
να πίνει τον καφέ του
στου Μπαρμπαγιάννη
σε τραπεζάκι μάρμαρο
με το κομπολογοκάκι του στο χέρι
την ώρα που πελάτες
μπαίνουν στον καφενέ
στα νύχια τους, όπως στην εκκλησία
μη και τον ενοχλήσουν.

Λέω να μου επιτραπεί
στον αταίριαστον εμένα
λίγο να τον παρατηρήσω
εκ του σύνεγγυς επαναλαμβάνω
χωρίς να φοβηθώ
μην τύχει και με κατσαδιάσει
για την αδιακρισία
και την αγένειά μου
ή -ακόμη το χειρότερο-
μη φοβηθεί και κουμπωθεί
και σηκωθεί και φύγει
και λιώσει σαν το φάντασμα
που πήδηξε εδώ από τον κόσμο πέρα
και θέλει να επιστρέψει
στους ίσκιους τους γνωστούς του.

Τον ακού τώρα πιο καθαρά
να μουρμουρίζει έναν ψαλμό
κάθε που πίνει μια γουλιά καφέ στενή
σαν το μικρό κελί του.
Και τονε βλέπω
χωρίς κινήσεις περιττές
με τ' άγια δάχτυλά του
δυο τρία ψίχουλα καπνού
ναν τα μαζεύει
που ξέφυγαν απ' την καπνοσακούλα
κι επιμελώς τα φυλακίζει πάλι
μη και λερώσει τη λευκότητα του κόσμου
αλλά και μη του λείψουνε το βράδυ
όταν θα σβήσει το γυαλί
και τότε θέλει λίγο τον καπνό
για να τον ταξιδέψει
σε μια Λιαλιώ
ή και σε μια Μοσχούλα
-μα τι κάθομαι και λέω τώρα
γέρος άνθρωπος.

Κοιτάζει ένα σκυλί
δίπλα του που ησυχάζει
μακριά απ' τις ανάγκες των ανθρώπων
ώρα πολλή απορροφάται
κάποια εικόνα από παλιά
ή απ' το μέλλον να φέρνει
μαζί του το αδέσποτο
μια Ουρανία ίσως και μια Σοφία
μια Κυρατσούλα άτυχες
λες κι ήτανε ποτέ
κανένας τυχερός
κι ένα νησί μισό γαλάζιο
μισό πράσινο
γεμάτο ιστορίες.
Και πάλι κάποιες ευχές
ξεφεύγουν απ' τα χείλη του
τα κίτρινα
κι αφήνει το καφεδάκι να κρυώνει.
Το ξέρει δα πολύ καλά:
δεν έχουν τελειωμό.

Saturday, February 13, 2010

Ο χρόνος

Δεν μπορεί
ο χρόνος
πρέπει να είναι
εφοπλιστής.
Άλλα καράβια του
βυθίζονται
άλλα συνεχίζουν
απτόητα
ταξίδια.
Όμως
αυτός εκεί:
στο γραφείο του
με το πούρο
στο στόμα
υπογράφει χαρτιά
κλείνει
ναύλους.

Σφυρίγματα

Ξέρω
τα ποιήματά μου μοιάζουν
με τα σφυρίγματα των τρένων
τις νύχτες.
Σφυρίζουν
στα όνειρα των ανθρώπων.
Πού τους ταξιδεύουν;
Κι εσύ έρχεσαι από μακριά
πίσω πολύ
από τότε που
όλα τα κορίτσια τα φώναζαν Μαρία
και τρέχανε στο χωματόδρομο
με μια αλογοουρά
ν' ανεμίζει στο χρόνο.
Τώρα
όταν κοιμάσαι
ακούς
τα σφυρίγματα του τρένου μου
πετάγεσαι από τον ύπνο
αλυχτισμένη
και για μια στιγμή μόνο
περνάει μπροστά σου
η εικόνα μου που φεύγω
μες στη νύχτα.
"Το 'χασα", λες
χωρίς να συνειδητοποιείς
ότι το τρένο μου
δεν έχει άλλη διαδρομή
και άλλη κατάληξη
παρά μόνο
στις δικές σου πατρίδες.

Friday, February 12, 2010

Τα δέντρα

Τα μαύρα δέντρα
είναι το αγαπημένο
παιχνίδι
της φωτιάς.
Ένα τέτοιο δέντρο
κατάμαυρο
συνάντησα
στην παιδική μου αυλή.
- Παίζουμε; με ρωτάει
- Τι να παίξουμε;
- Παίζουμε τα δέντρα; μου ξαναλέει.
Από τότε
έγινα κι εγώ
ένας μεγάλος πεύκος
και πάνω μου ξεκουράζονται
πουλιά και σύννεφα
τριζόνια
και φωτιές.

Βροχή

Τη θέλω τη βροχή
την πεθυμώ.
Βροχή πάνω στις σκάλες
στην άσφαλτο των ανθρώπων
στα φύλλα
χαμένη βροχή
στη θάλασσα.
Κι όμως
όταν έρχεται η βροχή
κι είμαι συνήθως μόνος
απεγνωσμένα
επιθυμώ
τους ανθρώπους.
Ανθρώπους
πάνω σε σκάλες
ανθρώπους
στην άσφαλτο
ανθρώπους
στα φύλλα
ανθρώπους
στη θάλασσα.

Friday, January 29, 2010

Τσουνάμι

Μου χαμομιλάει απόψε η σιωπή
σαν χαμομηλάκι στίχων πλάι
σ’ έναν νιαγάρα Όμηρο
μα τι μπορεί να πει
να με κρατήσει ξύπνιο
αφού κι η αγρύπνια
μια συμφωνία είναι
μεταξύ θανάτου και ζωής
και δεν τολμά κανείς από τους δυο
να τηνε σπάσει.
Απέραντη σιωπή
που μόνο η θάλασσα ακούει
κι αυτή όποτε βασανίζεται
με τα υπόγεια ρεύματα
και τα ποτάμια στο βυθό της
και τους σεισμούς
που στραβοκαταπίνει
και τους ξερνάει αχώνευτους
Η θάλασσα λίγο πριν ξεσπάσει
την ηρεμία μην ανέχοντας.
Λέω κι εγώ πως είμαι μόνος
μόνος σ’ αυτή την άβυσσο
κι ευθύς αυτή η άβυσσος
γεμίζει
κορμιά και μέλη ανθρώπινα
γεμίζει δέντρα με φυλλώματα
σαν αυτά που βλέπαμε
να ζωγραφίζουν
να χορεύουν στον τοίχο
κάθε που έστριβε αυτοκίνητο στη γειτονιά
και φώτιζε με προβολείς τ’ αόρατο
γεμίζει σπίτια κι αγροικίες
που στροβιλίζονται
σ' απέραντο ένα βαλς
και τρέχουν
κάπου να φτάσουν
κάτι να πουν
ένα μυστικό τόσο γνωστό
που μόνο μυστικό
δεν είναι
όμως ναν το προφτάσουν
πιο γρήγορα απ’ τον άλλον
που περπατάει πίσω τους
προσεκτικά
τελευταίος
μέσα στο κύμα
και με την απόχη του
ψαρεύει όσες πεταλίδες
ξέχασε η ζωή.