Saturday, August 25, 2007

Η Καπνοδόχος

Στην κηδεία μου ήρθαν
παλιοί φίλοι πολλοί
και δάσκαλοι ανεκτίμητοι
ο πάμπλο, ο ουίτμαν, ο άλλος
πάμπλο ο νοτιοαμερικάνος,
κι ο φεδερίκο
κοντά κι ο δικός μας
-κωνσταντινοπολίτης αυτός-
νικόλαος εγγονόπουλος
κουβαλώντας μουσαμάδες
και πινέλα.
Μετά την τελετή
πήγαμε σπίτι
και η νύχτα μάς βρήκε
γύρω στο τζάκι
να λέμε
ιστορίες και παραμύθια.
Πρώτος –τιμής ένεκεν-
μας μίλησε για
τον κήπο του
γεμάτο από φύλλα
χλόης
ο αμερικάνος με τη
σεβάσμια γενειάδα.
Όλη την ώρα που μιλούσε
μας απαθανάτιζαν
ο ένας πάμπλο απ’ τη μια
και ο νικόλαος
από την άλλη.
Κάποια στιγμή
άνοιξε σιγά-σιγά η πόρτα
και μπήκε
ο Θάνατος
ίδιος χάρος
με τα μαύρα του
το δρεπάνι
κι ένα σακί στον ώμο.
Κάθισε σε μιαν άκρη
κι άκουγε τα δικά μας.
Δεν το ξέρω
δεν μπορώ με βεβαιότητα
ναν το υποστηρίξω
όρκο να πάρω
δεν μπορώ
γιατί τα μάτια μου
τα ’χα γι’ αλλού
αλλά όταν μας διηγιόταν
ο πάμπλο
για τις άνδεις
την πατρίδα του
λέω ότι είδα
-δεν μπορώ όμως όρκο να πάρω-
είδα λέω
το Θάνατο με την ανάστροφη
του χεριού του
ένα δάκρυ να σκουπίζει
χαλκοπράσινο
απ’ τ’ άσπρο μάτι του.
Κι αργότερα
όταν ο φεδερίκο μάς έλεγε
για ένα γάμο
στην Ανδαλουσία
που ντύθηκε στο αίμα
είδα εγώ το Θάνατο
πατώντας
στις μύτες των ποδιών του
ν’ ανοίγει την πόρτα
και να χάνεται
στο σκοτάδι.
Μετά τον φεδερίκο
κανείς δεν μπόραγε
να πάρει τις λέξεις του.
Οι πίνακες
είχαν τελειώσει
κι έτσι τους σπρώξαμε
στο τζάκι
να πνιγούν.

Πήγαινε
να ξημερώσει
όταν φύγαμε όλοι
από την καπνοδόχο.