Sunday, November 16, 2008

Τελεία

Άλλο ένα ποίημα
σ’ αυτό το καταραμένο φως
το μαύρο
με τους άσπρους κύκλους
που λιώνει τα μάτια
Άλλο ένα ποίημα
που δε θα τελειώσει
που θα μείνει εδώ
να με στοιχειώνει
λες και κάποιο ποίημα
- σαν τους πολέμους του Αναγνωστάκη-
τέλειωσεν ποτές.
Και να λέει ο κόσμος
Μα καλά,
τι άνθρωπος κι εσύ
γιατί δε βάζεις μια τελεία
να ολοκληρώσεις κάτι
γιατί δε φτάνεις στο στόχο
στο σκοπό
τόσο δύσκολο είναι
να πάρεις το δρόμο
και να φτάσεις
στον τελικό κήπο
με τις ροδακινιές
και τ’ άλλα δέντρα
τα ψεύτικα;

Ναι, τόσο δύσκολο είναι
σχεδόν ακατόρθωτο
για μένα τέλος πάντων
να φτάσω εκεί
και να ξεκουραστώ
στον ίσκιο
και στα γάργαρα νερά
που τρέχουν κι αυτά
χωρίς προορισμό
κι όταν φτάνουν
χωρίς σχεδόν ναν το καταλάβουν
στη θάλασσα
γίνονται μ’ αυτήν ένα
και χάνονται
Δε θέλω να ξεκουραστώ
δε θέλω να βάλω τελεία
να αφομοιωθώ
να χαθώ
για να με ψάχνουν μετά
στα λεξικά
και στις ψεύτικες ανθολογίες
Θέλω μόνο να βρω
έναν κήπο αληθινό
με αληθινά λουλούδια
όχι χάρτινα
γι’ αυτό τα ποιήματά μου
δεν τελειώνουν
γι’ αυτό δύσκολο πολύ
σχεδόν ακατόρθωτο
για μένα τουλάχιστον
να γράψω τελεία

Saturday, May 10, 2008

Συρματόπλεγμα

.
Δεν μπορώ
να βλέπω
τα θλιμμένα σου μάτια.
Τα κουρασμένα μάτια σου.
Είναι σαν
τα συρματοπλέγματα
της φυλακής
που φτάνουν ως
τον ουρανό
και που μόνο
αν τα χαλάσεις,
αν ανοίξεις με το ψαλίδι
τρύπες,
θα μπορέσεις να ξεφύγεις.
Δε δύνασαι ποτέ
να τα ξεπεράσεις αλλιώς.
Δεν μπορείς, ας πούμε,
να πηδήξεις από πάνω τους,
δεν μπορείς
να τα σκαρφαλώσεις
ούτε να προσποιηθείς
πως δεν τα βλέπεις
και σαν ιδεαλιστής Ιησούς
να περάσεις ανάμεσά τους.

Δεν μπορώ
τα θλιμμένα μάτια σου,
τα κουρασμένα.
Είναι που τ’ αγαπώ ακόμη
όπως ο ίδιος ο φυλακισμένος
–της φυλακής που έλεγα πριν-
αγαπάει
το κελί του.
Γιατί όταν χιόνιζε
στα προαύλια των ανθρώπων,
αυτός δεν κρύωνε.
Κι όταν έβρεχε έξω ο κόσμος,
αυτός είχε μια ομπρέλα.
Τι θα γίνουν τώρα
τα θλιμμένα μάτια σου;

Πού θα ακουμπήσουν;

Κλείσε τα βλέφαρα
τώρα που φεύγω.
Ράψε και το συρματόπλεγμα
να κρατηθούν οι αναμνήσεις.
Μη με κοιτάς.
Είναι μια παγωμένη
άνοιξη
τα μάτια σου
αυτή τη νύχτα
που δε λέει
να ξημερώσει
ο ουρανός.

Saturday, May 03, 2008

Lost

.
Γελώ συνήθως
από μέσα μου
όσες φορές
φίλοι διάφοροι
που διαβάζουν
αυτές τις δυο σελίδες μου
την πρώτη με
τα κείμενά μου τα πεζά
και την άλλην
την πιο κρυφή
μ’ αυτά τα δόλια
τα –που λέω εγώ- ποιήματα
δηλώνουν περισπούδαστα
πως απ’ τις δύο
προτιμούν αυτήν
με τα πεζά
γιατί –πώς να το κάνουμε
αυτή είναι
η εποχή μας-
ό,τι έχουν για να πουν
το λένε απερίφραστα
χωρίς να κρύβονται
πίσω από βαριές
κουρτίνες μεταφορικές
και άλλα κρούσματα του λόγου.
Πάρε παράδειγμα, μου λεν,
τα όμοια θέματά σου
για τον Παπαδιαμάντη
πόσο κομψά
στέκεται το πεζό σου
και πόσο λες ότι κάτι λείπει
από το άλλο, το ποίημα.

Γελώ υπογείως.
Γιατί γνωρίζω
πως υπάρχουνε οι κάμποι
κι οι πεδιάδες
με τους αγρότες τους
να σπέρνουν στάρια
και κριθάρια
παλιότερα και βρώμη
για τα ζωντανά
με τα ποτάμια τους
τα δάση –λιγοστά-
τα λιόδεντρα και άλλες καλλιέργειες
όπως υπάρχουν
και τα βουνά με τις πλαγιές
και τις χαράδρες τους
-αυτά για τους ποιμένες.
Και ζουν εκεί και τα πονούν
φυτοζωούν
σπρώχνουνε τέλος πάντων
με κάποιο τρόπο κάθε φορά
τη ρόδα να γυρίσει.
Άλλος θα βρει νερό
άλλου θα του στερέψει το πηγάδι
σ’ άλλον κάποια αρνιά
θα φάει ο λύκος
άλλον θα τον ρημάξουν
οι ακρίδες.
Μερικοί κέρδισαν το λαχείο
με των συναισθημάτων
τις τελευταίες ανατιμήσεις
κι άνοιξαν ξενυχτάδικο
στην επαρχιακή οδό
και σιγοντάρουν τους καημούς
της νέας ρωμιοσύνης.

Αλλά ποιος απ’ αυτούς
τους –λέω εγώ- αγροτοποιμένες
αλύχτησε ποτέ
περισσότερο
ή ένιωσε πιο έρημος
και πιο απελπισμένος
πιο σύντροφος στο θάνατο
από το ναυαγό σε ένα
ξερονήσι;

Μένα μ’ αρέσουν τα ποιήματα
γιατί είναι ξερονήσια
ή διότι
μ’ αυτά ξεκίνησα να ζω
κι εδώ ξαναγυρίζω τώρα.