Monday, January 29, 2007

Είν’ οι γυναίκες μας…

.
.............................................................Εμπ. zum Gedaechtnis
.
Ειν’ οι γυναίκες μας
υπερωκεάνια
κι εμείς, οι άνδρες τους,
οι καπετάνιοι.
Και μη νομίσει κάποιος
πως με αυτή τη σκέψη
μ’ αυτή την παρομοίωση
υβρίζω τις γυναίκες
και τις υποβιβάζω
πως είμαι ρατσιστής
ή έχω μικροσυμφέροντα
και τέτοια.
Όχι! Κάθε άλλο!
.
Είν’ οι γυναίκες μας
έτσι μεγάλες
και τη νύχτα
ωραία φωτισμένες
όταν πλέχουν
στ’ ανοιχτά των θαλασσών
μ’ όλα τους τα στολίδια
μ’ όλες τις χάντρες
αναμμένα φινιστρίνια
μαργαριτάρια
γύρω απ’ τους κάτασπρους
λαιμούς.
Και αν πλάι σε στεριά περάσουν
και τρεις φορές σφυρίξουν
κι αν δε σφυρίξουνε καθόλου
μονάχα από τον παφλασμό
όλοι θα βγούνε στα μπαλκόνια τους
για ναν τις χαιρετίσουν
για να τις μακαρίσουν
και για να τις θαυμάσουν.
Είν’ οι γυναίκες μας φαρδιές
και μέσα τους χωρούν
τόσους και τόσα
κι ανθρώπους όλων των φυλών
και φορτηγά και Ι.Χ.
και τρίκυκλα
και δίκυκλα
παλέτες γεμάτες πορτοκάλια
κι αισθήματα κι απόγνωση
πολλή
κι όλα τα είδη εμπορευμάτων
κι όλα –όσο πολλά κι αν είναι-
όλα χωράνε μέσα τους
και μένει ακόμα χώρος
και γι’ άλλα τόσα ακόμη.
.
Κι όταν πια φτάνουν στο λιμάνι
κι ανοίγει τεράστια η μπουκαπόρτα
κι από μέσα ξεχύνεται η ζωή
με φασαρίες, με χαρές και
δάκρυα συγκίνησης
από αυτούς
που ήταν παλιά χαμένοι
κι απ’ άλλους που πρώτη φορά
βλέπουν τέτοιο λιμάνι
κι απ’ άλλους
που κάποιονα περίμεναν
μ’ αυτός δεν ήρθε
τότε που όλα γίνονται
εκεί στην αποβάθρα
την ώρα που τα παλαμάρια
έχουνε πια δέσει
κι η άγκυρα έχει γαντζωθεί
και πια κανείς δεν μας κουνά,
ε!… τότε
φαίνεται μια μακρινή κουκίδα
εκεί ψηλά στη γέφυρα.
Είναι ο καπετάνιος
είμαστ’ εμείς
οι άνδρες τους
χαρούμενοι που φέραμε
το πλοίο στο λιμάνι.
Εμείς που καμαρώνουμε
για το άξιο ταξίδι
που μέσ’ απ’ τους δρόμους
τους υγρούς
το πλήθος
οδηγήσαμε
στον τόπο του
και τα εμπορεύματα
στον προορισμό τους.
Είμαστ’ εμείς
με τα αστραφτερά κουμπιά μας
με το λευκό πηλίκιο
ατσαλάκωτοι
κι ωραίοι
πολύ ωραίοι
κάτω απ’ τον ήλιο του απογέματος.
Κι ας μη γνωρίζουμε
-ή ας ξεχνούμε,
οι αγνώμονες-
πόσοι και πόσοι δούλεψαν
στ’ αμπάρια της γυναίκας
κι άλλοι πιο κάτω ακόμα
στα ύφαλα
στις μηχανές, στα λάδια
απ’ τη μουντζούρα μαύροι
και άλλοι μαύροι γεννητάτοι
και οι πιλότοι
και οι λοστρόμοι
και τα ναυτάκια
που ίδρωσαν
μέχρι να δέσουνε το σώμα
να τ’ ασφαλίσουν και
να ασφαλιστούν.
Χαμογελαστοί
κι ανεπιγνώμονες
τώρα που το ταξίδι τέλειωσε
για το τι θα μπορούσε
να είχε γίνει
για το τι μπορεί να γίνει
στο επόμενο
όταν η θάλασσα
μας πάρει απ’ τα χέρια ξαφνικά
το έρμο το τιμόνι
κι αρχίζει να μας πηαίνει
όπου το θέλει αυτή.
Τότε που αν εμείς
δεμένοι στο κατάρτι
να μη μας πάρ’ το κύμα
δεν ξερνοβολάμε,
θα ικετεύουμε
τους άγιους της θάλασσας
για να μας σπλαχνιστούν
για να μας οδηγήσουν
μέσα από τα θαλάσσια βουνά
σ’ ένα λιμάνι
οποιοδήποτε
την ώρα που
η γυναίκα μας
απλώς θα μας πααίνει
εκεί που την προστάζει
απλά
η φύση.

8 comments:

scalidi said...

έχει απίστευτη μουσικότητα το ποίημα και εικόνες ψυχικές τόσο δυνατές

el-bard said...

Σταυρούλα,
Πάντα με τον καλό λόγο στο στόμα, βρε παιδί μου.
Σ' ευχαριστώ.

chalex said...

Να μείνω στο "κι από μέσα τους ξεχύνεται η ζωή", τόσο απλό και μεστό, αλλά και στο zum Gedächtnis, αφού ζούμε για και με τη μνήμη!

Anonymous said...

Ητανε μια φρεγάτα που την έλεγαν "Πωσνατηνπούμε" με χρώμα λευκό και πιτσιλιές πολλές - πολλές, ειδικά στην πρώρη. Ο καπετάνιος "Ξερωεγώ", πολύμπειρος και κατάλληλος να χειρίζεται το νέο πλήρωμα, τη νύχτα, όταν έβγαζε το πηλίκιο, υπέφερε γιατί η γυαλάδα του αυτόφωτου φαλακρού κρανίου του εξέπεμπε φως, σαν φανός θυέλλης. Φως αναλάμπον : κόκκινο,πάυση, κόκκινο, πάυση, κόκκινο ... Την ημέρα, το αντανακλώμενο λευκό φως γινόταν αυτό που ήταν πριν : τα χρώματα της ίριδας, τα οποία προβάλονταν στο λευκό κατάστρωμα της "Πωσνατηνπούμε". Οι τρεις σωσίβιες λέμβοι, πολλές φορές, σαν να ήταν μικρά παιδιά, πίστευαν ότι τα χρώματα του καπετάνιου, έτσι που γύριζαν και πέφταν πάνω τους, ήταν για να ησυχάσουν. Ομως ο καπετάνιος, αν και υπέφερε, το διασκέδαζε κιόλας. Η "Πωσνατηνπούμε" ήταν σίγουρη ότι ο επόμενος προορισμός ήταν για τη χερσόννησο "Μαζί", λίγο μετά από την πιο μεγάλη θαλάσσια τάφρο, εκεί που γινόνταν τελετές για το Αχρονο και το Ατροπο. Δεν είχε όμως καμία έγνοια, ο καπετάνιος ήξερε την πορεία, μαθημένος στα γαλάζια νερά των ωκεανών ....

El-bar, πήρα αφορμή από το γραφτό σου και κατάστρωσα σ'αυτή τη χαρτοπετσέτα (συγνώμην! σ'αυτόν τον χώρο των σχολίων του blog εννοώ)το παραπάνω.
Να σου πω, τέλος, πως ότι γράφεις εδώ το διαβάζω και το ευχαριστιέμαι.

Θ. Βοριάς said...

Καλημέρα φίλε Λευτέρη!

el-bard said...

chalex
Σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.

σόμις
Έξυπνο το κείμενό σου, στέκεται μόνο του κι όχι μόνο σαν σχόλιο.

Καλημέρα, φίλε Θεόδωρε με όλα τα δώρα των θεών στα χέρια.

dodo said...

Λέω, αντί άλλου σχολίου, να σού γράφω έναν αριθμό- πόσες φορές το διάβασα...

el-bard said...

Ευπρόσδεκτον. Και οι αριθμοί ποίηση είναι, dodos!