Monday, February 15, 2010

Αλέξανδρε (ΙΙ)

Δε λέω, ετοιμόρροπος ο αιώνας
γέμισε παγόβουνα που επιπλέουν
στη σιωπή μέσα των νερών.
Και για να πεις ένα τραγούδι
δε φτάνει φωνή να έχεις καθαρή
μα θέλει και την καρδιά
στην έσχατη στροφή
επικινδύνως να γέρνει κεντρόφυγα.
Άσε που οπωσδήποτε χρειάζεται
και υπογεγραμμένη η καταδίκη
για αντίσταση κατά της άνω αρχής. 

Όμως ας μου επιτραπεί
την άδεια τη δική σας εγώ ζητώ
για να τον δω λιγάκι
εκ του σύνεγγυς
εγώ που μια τον ουρανό
και μια τη γη κοιτάζω
με μάτια κόκκινα απ' το φως
κι άσπρα από το αίμα
μαύρα απ' το μελάνι του
μαύρα για να τον δω
Αυτόν
εγώ
στη στάση εκείνη τη γνωστή
τη φωτογραφημένη
κι επανατυπωμένη μυριάκις
με το κεφάλι του γερτό
της κεντρομόλου δυνάμεως τέκνο
να πίνει τον καφέ του
στου Μπαρμπαγιάννη
σε τραπεζάκι μάρμαρο
με το κομπολογοκάκι του στο χέρι
την ώρα που πελάτες
μπαίνουν στον καφενέ
στα νύχια τους, όπως στην εκκλησία
μη και τον ενοχλήσουν.

Λέω να μου επιτραπεί
στον αταίριαστον εμένα
λίγο να τον παρατηρήσω
εκ του σύνεγγυς επαναλαμβάνω
χωρίς να φοβηθώ
μην τύχει και με κατσαδιάσει
για την αδιακρισία
και την αγένειά μου
ή -ακόμη το χειρότερο-
μη φοβηθεί και κουμπωθεί
και σηκωθεί και φύγει
και λιώσει σαν το φάντασμα
που πήδηξε εδώ από τον κόσμο πέρα
και θέλει να επιστρέψει
στους ίσκιους τους γνωστούς του.

Τον ακού τώρα πιο καθαρά
να μουρμουρίζει έναν ψαλμό
κάθε που πίνει μια γουλιά καφέ στενή
σαν το μικρό κελί του.
Και τονε βλέπω
χωρίς κινήσεις περιττές
με τ' άγια δάχτυλά του
δυο τρία ψίχουλα καπνού
ναν τα μαζεύει
που ξέφυγαν απ' την καπνοσακούλα
κι επιμελώς τα φυλακίζει πάλι
μη και λερώσει τη λευκότητα του κόσμου
αλλά και μη του λείψουνε το βράδυ
όταν θα σβήσει το γυαλί
και τότε θέλει λίγο τον καπνό
για να τον ταξιδέψει
σε μια Λιαλιώ
ή και σε μια Μοσχούλα
-μα τι κάθομαι και λέω τώρα
γέρος άνθρωπος.

Κοιτάζει ένα σκυλί
δίπλα του που ησυχάζει
μακριά απ' τις ανάγκες των ανθρώπων
ώρα πολλή απορροφάται
κάποια εικόνα από παλιά
ή απ' το μέλλον να φέρνει
μαζί του το αδέσποτο
μια Ουρανία ίσως και μια Σοφία
μια Κυρατσούλα άτυχες
λες κι ήτανε ποτέ
κανένας τυχερός
κι ένα νησί μισό γαλάζιο
μισό πράσινο
γεμάτο ιστορίες.
Και πάλι κάποιες ευχές
ξεφεύγουν απ' τα χείλη του
τα κίτρινα
κι αφήνει το καφεδάκι να κρυώνει.
Το ξέρει δα πολύ καλά:
δεν έχουν τελειωμό.

No comments: