Saturday, May 10, 2008

Συρματόπλεγμα

.
Δεν μπορώ
να βλέπω
τα θλιμμένα σου μάτια.
Τα κουρασμένα μάτια σου.
Είναι σαν
τα συρματοπλέγματα
της φυλακής
που φτάνουν ως
τον ουρανό
και που μόνο
αν τα χαλάσεις,
αν ανοίξεις με το ψαλίδι
τρύπες,
θα μπορέσεις να ξεφύγεις.
Δε δύνασαι ποτέ
να τα ξεπεράσεις αλλιώς.
Δεν μπορείς, ας πούμε,
να πηδήξεις από πάνω τους,
δεν μπορείς
να τα σκαρφαλώσεις
ούτε να προσποιηθείς
πως δεν τα βλέπεις
και σαν ιδεαλιστής Ιησούς
να περάσεις ανάμεσά τους.

Δεν μπορώ
τα θλιμμένα μάτια σου,
τα κουρασμένα.
Είναι που τ’ αγαπώ ακόμη
όπως ο ίδιος ο φυλακισμένος
–της φυλακής που έλεγα πριν-
αγαπάει
το κελί του.
Γιατί όταν χιόνιζε
στα προαύλια των ανθρώπων,
αυτός δεν κρύωνε.
Κι όταν έβρεχε έξω ο κόσμος,
αυτός είχε μια ομπρέλα.
Τι θα γίνουν τώρα
τα θλιμμένα μάτια σου;

Πού θα ακουμπήσουν;

Κλείσε τα βλέφαρα
τώρα που φεύγω.
Ράψε και το συρματόπλεγμα
να κρατηθούν οι αναμνήσεις.
Μη με κοιτάς.
Είναι μια παγωμένη
άνοιξη
τα μάτια σου
αυτή τη νύχτα
που δε λέει
να ξημερώσει
ο ουρανός.

Saturday, May 03, 2008

Lost

.
Γελώ συνήθως
από μέσα μου
όσες φορές
φίλοι διάφοροι
που διαβάζουν
αυτές τις δυο σελίδες μου
την πρώτη με
τα κείμενά μου τα πεζά
και την άλλην
την πιο κρυφή
μ’ αυτά τα δόλια
τα –που λέω εγώ- ποιήματα
δηλώνουν περισπούδαστα
πως απ’ τις δύο
προτιμούν αυτήν
με τα πεζά
γιατί –πώς να το κάνουμε
αυτή είναι
η εποχή μας-
ό,τι έχουν για να πουν
το λένε απερίφραστα
χωρίς να κρύβονται
πίσω από βαριές
κουρτίνες μεταφορικές
και άλλα κρούσματα του λόγου.
Πάρε παράδειγμα, μου λεν,
τα όμοια θέματά σου
για τον Παπαδιαμάντη
πόσο κομψά
στέκεται το πεζό σου
και πόσο λες ότι κάτι λείπει
από το άλλο, το ποίημα.

Γελώ υπογείως.
Γιατί γνωρίζω
πως υπάρχουνε οι κάμποι
κι οι πεδιάδες
με τους αγρότες τους
να σπέρνουν στάρια
και κριθάρια
παλιότερα και βρώμη
για τα ζωντανά
με τα ποτάμια τους
τα δάση –λιγοστά-
τα λιόδεντρα και άλλες καλλιέργειες
όπως υπάρχουν
και τα βουνά με τις πλαγιές
και τις χαράδρες τους
-αυτά για τους ποιμένες.
Και ζουν εκεί και τα πονούν
φυτοζωούν
σπρώχνουνε τέλος πάντων
με κάποιο τρόπο κάθε φορά
τη ρόδα να γυρίσει.
Άλλος θα βρει νερό
άλλου θα του στερέψει το πηγάδι
σ’ άλλον κάποια αρνιά
θα φάει ο λύκος
άλλον θα τον ρημάξουν
οι ακρίδες.
Μερικοί κέρδισαν το λαχείο
με των συναισθημάτων
τις τελευταίες ανατιμήσεις
κι άνοιξαν ξενυχτάδικο
στην επαρχιακή οδό
και σιγοντάρουν τους καημούς
της νέας ρωμιοσύνης.

Αλλά ποιος απ’ αυτούς
τους –λέω εγώ- αγροτοποιμένες
αλύχτησε ποτέ
περισσότερο
ή ένιωσε πιο έρημος
και πιο απελπισμένος
πιο σύντροφος στο θάνατο
από το ναυαγό σε ένα
ξερονήσι;

Μένα μ’ αρέσουν τα ποιήματα
γιατί είναι ξερονήσια
ή διότι
μ’ αυτά ξεκίνησα να ζω
κι εδώ ξαναγυρίζω τώρα.