Monday, April 15, 2013

Απολογισμοί μιας δασκάλας


Μου λείπουν
η Ντίνα:
Σήμερα θα ήταν είκοσι
κοπέλα της παντρειάς
Ο Αντώνης:
Ούτε ξέρω πόσο
θα ήταν ο Αντώνης
όσο εγώ ίσως
τόσο δικό μου
τον νόμιζα
που απορώ πώς
μου τον πήραν
μες απ’ τα χέρια
τον δικό μου Αντώνη
Ο πατέρας:
Αυτός έφυγε πολύ νωρίς
δεν πρόλαβε
-που λέει ο λόγος-
να μου μάθει
να μελετάω τα δέντρα
Η μάνα:
Αλλ’ αυτή ήταν φευγάτη
τα πέντε τελευταία χρόνια
ούτε ήξερε πούθ’
ερχόταν
και πού πήγαινε
(μα ποιος τα ξέρει αυτά
στο κάτω-κάτω;)
Τόσο απόντες όλοι τους
έχουν γεμίσει με τις
απουσίες τους
χίλια απουσιολόγια
Κι αυτή η απουσία
μοναδική παρούσα
όποτε φωνάζω κατάλογο
Παρούσα φωνάζει
Αυτή πάντα εδώ
να με κοιτά με τα
μεγάλα μαύρα μάτια της.
Η απουσία
Ανελλιπώς παρούσα.
Αυτή
η πιο συνεπής μαθήτρια
της τάξης μου.

Monday, February 13, 2012

Μαντάρισμα


Κάθισα λίγο στο τραπεζάκι
να ράψω
ή μάλλον να μπαλώσω
Δεν ξέρω να ράβω
εννοώ δεν μπορώ να αρχίσω κάτι
από το μηδέν
να δώσω μορφή στο
αγέννητο και πριν άμορφο
Όμως να επιδιορθώσω κάτι
να το επισκευάσω
ε, εκεί είμαι άφθαστος
Όχι βέβαια ότι το φτιάχνω
καλύτερο από πριν
αλλά τέλος πάντων
το ξαναπαρουσιάζω
ευπρόσωπον
Κάθισα λοιπόν κοντά στο παράθυρο
για να μπαίνει άπλετο το φως
του απογεύματος
Πάντα βοηθάει το φως σε
τέτοιες περιπτώσεις
Διάλεξα από το παλιό πολύχρωμο
σιδερένιο κουτί που ακόμη μυρίζει
τα σοκολατάκια των ευτυχισμένων ημερών
βελόνα
πέρασα την κλωστή
με κάποια δυσκολία είν’ αλήθεια
βρήκα και τη δαχτυλήθρα μου
κι άρχισα το μαντάρισμα,
το μπάλωμα
Πρώτα έραψα
τις μνήμες της παιδικής μου ηλικίας
Λίγες
δε με πήρε πολύ χρόνο
Πρόσεξα όμως να κλείσω καλά τις τρύπες
να μην ξεφύγει τίποτα από κει
όχι ότι θα μου χρειαστούν
ποιος χρειάζεται την σήμερον ημέρα
παλιά ξεχαρβαλωμένα ξύλινα λογάκια
ή εκείνα τα χάρτινα πετράδια
Τα κίτρινα
με την εικόνα της παναγίας στο εξώφυλλο
και τον φοίνικα στο οπισθόφυλλο
όπου μέσα τους κράτησα όλες
τις απίστευτες εκθέσεις
αυτές που λάτρευε η δασκάλα μου
και της άρεσε να με ακούει
να τις διαβάζω
αργά και καθαρά
σαν ευαγγέλιο
όλα δεμένα με σπάγκο
μαζί με τον ποτισμένο
 χωματόδρομο
και χαρτάκια
ένα σωρό χαρτάκια
γεμάτα λέξεις
και νανουρίσματα
και ταξίματα κι αρρώστιες
Κανείς
Μετά πήρα τις κάλτσες της νεότητας
Εκεί να δεις τρύπες
που άφηναν να ξεπροβάλλουν δάχτυλα
και φτέρνες
Κουμπότρυπες στραπατσαρισμένες
σπασμένα κουμπιά
αυτά έπρεπε κυρίως να φτιάξω
Για να μη μπαίνει το κρύο και παγώνω
στο χειμώνα που έρχεται
Κι αγάπες που δραπέτευσαν
μέσα από μανίκια χαλαρά
μέσα από τσέπες
αναποδογυρισμένες τα μέσα έξω
υποσχέσεις αιώνιες
που μπήκαν στο πλύσιμο
και δε μου κάναν πια
φιλιά που μου ανέβηκαν μέχρι τη μέση
της κνήμης και πώς να τα μακρύνω
Ραντεβού μέσα στη βροχή
που ξέβαψαν την μπλούζα
Μα άνθρωπέ μου μαντάρισμα είπαμε
να το ξαναβάψουμε αδύνατον
Πάει, χάλασαν τα χρώματα
Είναι και τόσος καιρός, ντε!
Τόσες φορές τόσες φορές
που το φόρεσες
τα ’βγαλε πια τα λεφτά του

Με πήρε η νύχτα
Το φως λιγόστεψε
Το παράθυρο μπάζει σκοτάδι
Ξαναβάζω τα μικρά μου εργαλεία
στη θέση τους
ακόμα μυρίζει αυτό σοκολάτα
Το κλείνω κι αναστενάζοντας
γυρίζω το πρόσωπο
προς τα έξω
Προς το σκοτάδι…

Tuesday, December 13, 2011

[Πώς μας κατάντησαν]

Πώς καταντήσαμε σαν έρημα νησιά
χιλιάδες χρόνια και ο φάρος μας σβησμένος
κι αν μες στα κύματα βρεθεί μια συντροφιά
θα είναι κάποιος σαν κι εμάς ναυαγισμένος.

Πώς καταντήσαμε τραγούδι του συρμού
που όλα τα χείλη το σφυρίζουν με μανία
κι ενώ θα θέλαμε να ζήσουμε αλλού
εδώ μας δίνουν ρόλο στην ταινία.

Πώς με κατάντησαν δραπέτη στα βουνά
μιας φυλακής που δεν την έζησα ποτέ μου.
Κι όλο να ψάχνω τους εχθρούς στα σκοτεινά
ενός ακήρυχτου και ψεύτικου πολέμου.

Friday, March 05, 2010

Λογοδοσμένος

Μ' αρέσουν τα δαχτυλίδια
πάντα μου άρεζαν
ίσως
από τότε
που μικροί
δέναμε
πευκοβελόνες
γύρω στα δάχτυλά μας
και καμαρώναμε
εμείς
όλοι εμείς
οι ανήλικοι
αρραβωνιαστικοί
των δέντρων.

Λέξεις V ή Ο μουγκός ποιητής

Χωρίς να μιλώ
γράφω λέξεις
μόνο λέξεις
στο χαρτί
τώρα πια
αφού κι όταν εφώναζα
κανείς
δεν έστηνε αυτί.
Μένει μόνο
τώρα
κάποιος
να τις διαβάσει
μπας
κι ακούσει.

Λέξεις IV

Παίζω πάλι στο καζίνο
εθισμός
στα τυχερά παιχνίδια,
στη ρουλέτα,
αποφάνθηκε
η ψυχίατρος
συνείδησή μου
Κι εγώ απτόητος
συνεχίζω.
Μόνο που πια
δεν ποντάρω μάρκες.
Στο μαύρο
ρίχνω
λέξεις
κι όλο βγαίνει
κόκκινο.

Λέξεις ΙΙΙ

Όλοι καλοί
οι συνάδελφοι:
άλλος κουράστηκε
ν' ακούει
άλλος με τα κουπόνια
του θανάτου του
εγγράφει συνδρομητές
άλλος βαρέθηκε
να βλέπει.
Εγώ μόνος
με την τσάπα μου
συνεχίζω
να σκάβω οράματα
μπας κι εύρω
ξεχασμένη
μιαν αθανασία.
Και κατουρώ
ευτυχισμένος
πλούσια
πάνω σε λέξεις
όποτε
δεν τη βρίσκω.

Λέξεις ΙΙ

Πώς γεμίζω τις σελίδες
με δυο τρεις λέξεις
χάους
κι άπειρους τόνους
σιωπής;
Σαν ένας τυφλός
τη νύχτα
που νιώθει
το σκοτάδι του
ακόμα πιο
βαθύ.

Λέξεις Ι

Η διεύθυνσή μου
άλλαξε
δε μένω πια
εκεί
Μητρώνυμο πατρώνυμο
αλλιώτικα
δεν είμαι πια εγώ.
Και πίσω
από τις λέξεις
ποτέ πια
δε θα με βρείτε
πίσω από τις άδειες
τις γαμημένες
λέξεις.
Μου φαίνεται φιλόξενο
το θαρραλέο τίποτα
και βλέπω
πιο ξεκάθαρα
εδώ
τυφλός
την ορατότητα.

Thursday, March 04, 2010

Η Καθαρίστρια

Γράφω σήμερα
δεκάδες μικρούς στίχους
σκόρπιους
και τους πετώ
εδώ κι εκεί.
Αύριο θα περάσει
η καθαρίστρια
να τις σκουπίσει
να ευπρεπίσει λίγο
το χώρο
την ανοικοκύρευτη
σκέψη μου
να συγυρίσει λίγο
τη γλώσσα μου
το χωριό μου
να τις μαζέψει
με το φαράσι
και να τις ρίξει
στα σκουπίδια
τις ρημαγμένες λέξεις.
Αυτή η ρουμάνα
καθαρίστρια
με τα δυο της παιδιά
στο δημοτικό
να κλαίνε και
να προσπαθούν
να μάθουν
την άγνωστη γλώσσα.
Αυτή η ρουμάνα,
η κριτικός
της λογοτεχνίας
μου.

Wednesday, February 17, 2010

Σπατάλες

Πάντοτε έγραφε
ποιήματα μικρά
τρεις έως πέντε στίχους,
ποιήματα μεστά
με νόημα και ουσία.
Πώς, όμως, το 'γραψε
τέτοιο μεγάλο
των χιλίων τόσων στίχων;
Όταν διάφοροι ρωτούν
αυτός κρυφογελάει.
"Πώς το 'γραψα, πώς το 'γραψα!"
Τι το 'γραψε!
μέσα σε μια βραδιά
μάζεψε και συγκόλλησε
όλα τα σκόρπια κέρματα
της σπάταλης
ζωής του.

Καπνιζόντων

Μετά το πρώτο
κι άλλο τσιγάρο
άναψα.
Κι εσύ δίπλα
μου λες
"Το κάπνισμα βλάπτει την υγεία".
Καλά λοιπόν! Το σβήνω.
Αν, όμως, δέκα χρόνια
μετά την ώρα μου πεθάνω,
να το ξέρεις:
Εσύ θα φταις!

Monday, February 15, 2010

Έξι σχόλια

Αφού δοκιμάσαμε όλους τους τρόπους να πεθάνουμε, πρέπει πια να το πάρουμε απόφαση: είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε.

* * *

Ο πίνακας έδειχνε σπίτια παλιά, το 'να πάνω στο άλλο, με φορτωμένες κληματαριές κι αυλές με παρτέρια. Το παράθυρο δίπλα του έβγαζε στο δρόμο. Έβρεχε ασταμάτητα. Στην άσφαλτο κανείς.
Είναι κι αυτό ένας σχολιασμός.

* * *

Μια λάμπα πετρελαίου καρφωμένη στον τοίχο ως ντεκορασιόν. Ένας χαυλιόδοντας κοντά ένα μέτρο πεσμένος στα πόδια της.
Πώς πέθαναν;

* * *

Σαλεύουν οι φωτογραφίες, κινούνται προς το παρελθόν.
Κι εμείς νομίζουμε πως σταματούν μ' ένα τσακ το χρόνο.

* * *

Άπειρες οι μετάνοιες μέχρι που να έρθει η μία: του ληστή.
- Στ' αριστερά ή στα δεξιά του ήταν;
- Τι σημασία έχουν τώρα οι γεωμετρίες;

* * *

Το “πάντα” αλήθεια δε λέει ποτέ.
Και το “ποτέ” δεν είν' αλήθεια πάντα.

Αλέξανδρε (ΙΙ)

Δε λέω, ετοιμόρροπος ο αιώνας
γέμισε παγόβουνα που επιπλέουν
στη σιωπή μέσα των νερών.
Και για να πεις ένα τραγούδι
δε φτάνει φωνή να έχεις καθαρή
μα θέλει και την καρδιά
στην έσχατη στροφή
επικινδύνως να γέρνει κεντρόφυγα.
Άσε που οπωσδήποτε χρειάζεται
και υπογεγραμμένη η καταδίκη
για αντίσταση κατά της άνω αρχής. 

Όμως ας μου επιτραπεί
την άδεια τη δική σας εγώ ζητώ
για να τον δω λιγάκι
εκ του σύνεγγυς
εγώ που μια τον ουρανό
και μια τη γη κοιτάζω
με μάτια κόκκινα απ' το φως
κι άσπρα από το αίμα
μαύρα απ' το μελάνι του
μαύρα για να τον δω
Αυτόν
εγώ
στη στάση εκείνη τη γνωστή
τη φωτογραφημένη
κι επανατυπωμένη μυριάκις
με το κεφάλι του γερτό
της κεντρομόλου δυνάμεως τέκνο
να πίνει τον καφέ του
στου Μπαρμπαγιάννη
σε τραπεζάκι μάρμαρο
με το κομπολογοκάκι του στο χέρι
την ώρα που πελάτες
μπαίνουν στον καφενέ
στα νύχια τους, όπως στην εκκλησία
μη και τον ενοχλήσουν.

Λέω να μου επιτραπεί
στον αταίριαστον εμένα
λίγο να τον παρατηρήσω
εκ του σύνεγγυς επαναλαμβάνω
χωρίς να φοβηθώ
μην τύχει και με κατσαδιάσει
για την αδιακρισία
και την αγένειά μου
ή -ακόμη το χειρότερο-
μη φοβηθεί και κουμπωθεί
και σηκωθεί και φύγει
και λιώσει σαν το φάντασμα
που πήδηξε εδώ από τον κόσμο πέρα
και θέλει να επιστρέψει
στους ίσκιους τους γνωστούς του.

Τον ακού τώρα πιο καθαρά
να μουρμουρίζει έναν ψαλμό
κάθε που πίνει μια γουλιά καφέ στενή
σαν το μικρό κελί του.
Και τονε βλέπω
χωρίς κινήσεις περιττές
με τ' άγια δάχτυλά του
δυο τρία ψίχουλα καπνού
ναν τα μαζεύει
που ξέφυγαν απ' την καπνοσακούλα
κι επιμελώς τα φυλακίζει πάλι
μη και λερώσει τη λευκότητα του κόσμου
αλλά και μη του λείψουνε το βράδυ
όταν θα σβήσει το γυαλί
και τότε θέλει λίγο τον καπνό
για να τον ταξιδέψει
σε μια Λιαλιώ
ή και σε μια Μοσχούλα
-μα τι κάθομαι και λέω τώρα
γέρος άνθρωπος.

Κοιτάζει ένα σκυλί
δίπλα του που ησυχάζει
μακριά απ' τις ανάγκες των ανθρώπων
ώρα πολλή απορροφάται
κάποια εικόνα από παλιά
ή απ' το μέλλον να φέρνει
μαζί του το αδέσποτο
μια Ουρανία ίσως και μια Σοφία
μια Κυρατσούλα άτυχες
λες κι ήτανε ποτέ
κανένας τυχερός
κι ένα νησί μισό γαλάζιο
μισό πράσινο
γεμάτο ιστορίες.
Και πάλι κάποιες ευχές
ξεφεύγουν απ' τα χείλη του
τα κίτρινα
κι αφήνει το καφεδάκι να κρυώνει.
Το ξέρει δα πολύ καλά:
δεν έχουν τελειωμό.